-
1 бензиновый
επ.της βενζίνης•бензиновый запах η μυρουδιά της βενζίνας.
|| βενζινοκίνητος•двигатель βενζινοκίνητος κινητήρας.
-
2 бензиновый
бензин||овыйприл τής βενζίνης, ἀπό μπενζίνα:\бензиновыйовый Двигатель ὁ βενζινοκινητήρας. -
3 бак
1. (ёмкость) η δεξαμενή, το δοχείο, разг. το ντεπόζιτοдополнительный - βοηθητική -, συμπληρωματική -дренажный (тепл.) - αποστράγγισηςмаслосборный - συλλογής ελαίου/λαδιούмасляный - ελαίου/λαδιού2. (корабельный) το πρόστεγο, το κάσσαρο (της πλώρης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак
-
4 фильтр
ο ηθμόςο διϋλιστήρας, разг. το φίλτροмасляный - ελαίου/λαδιούмедленный - (в водоснабжении) «αργό» -тепловой - опт. θερμικός -тонкий - ψιλός -, λεπτός -трубчатый - αυλωτός -, σωληνωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фильтр
-
5 бак
бак Iм ἡ δεξαμενή, τό ντεπόζιτο / τό καζάνι, ὁ λέβης (для кипячения белья):бензиновый \бак ἡ δεξαμενή βενζίνης.бак IIм мор. τό κατάστρωμα τής πλώρης.